The Most/Recent Articles

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παραμύθι: Ο Μικρούλης Αϊ-Βασίλης


Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα…
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια… Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια…
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γι’ αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι… Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια… κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα – ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν
η κουκουβάγια  –  πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε
Αϊ-Βασίλη των ζώων. «Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους…

Παραμύθι. Tο κοριτσάκι με τα σπίρτα.


















Eπεφτε χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι του, ούτε στα πόδια του.
Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν. Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της.
Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους.
'Oμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.
Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια.
Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; 'Eμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.
Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα' νιωθε πια από το πολύ το κρύο. 'Eνα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! 'Eμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό.
Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο.
'Aναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.
Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλήσε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. 'Aναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε.
'Oλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. 'Eνα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «'Oταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό.»
Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου».
«'Oταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά, και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία. Ήταν κοντά στο Θεό!

Η Αγάπη και η Ελπίδα


Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν σε ένα χωριό της Θεσσαλίας δύο κοριτσάκια με τους γονείς τους. τα ονόματα τους ήταν Αγάπη και Ελπίδα.
Η Αγάπη και η Ελπίδα ήταν πολύ αγαπημένες και οι γονείς τους χαιρόντουσαν. Καθημερινά βοηθούσε η μια την άλλη και ποτέ δε δυσανασχετούσαν για ότι και να τους έβαζε η μητέρα τους να κάνουν.Στο σχολείο ήταν αχώριστες σε σημείο που πολλές ήταν οι φορές που διαβάζανε μαζί παρόλο που είχαν δυο χρόνια διαφορά. Η Αγάπη σαν μεγαλύτερη βοηθούσε την Ελπίδα στα μαθήματα. Ήταν τόσο ίδιες αλλά και τόσο διαφορετικές. Η Αγάπη ήταν ανήσυχο πλάσμα. Της άρεσε να διαβάζει βιβλία και να ταξιδεύει μέσα απ΄ τους ήρωες. Να πολεμάει για τα πιστεύω της και να μη το βάζει ποτέ κάτω ότι και να της συνέβαινε. Η Ελπίδα ήταν πιο ήρεμος χαρακτήρας. Προτιμούσε να κάνει βόλτες στην παραλία, να ζωγραφίζει, να γράφει ποιήματα και να αγαπάει πολύ την αδερφή της.
Αυτές οι δύο κοπέλες μεγαλώνανε μαζί και παρόλο τις διαφορές τους ήταν πολύ δεμένες και αγαπούσε η μία την άλλη. Καμία από τις δυο δε μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της χωρίς την άλλη. Όταν τελείωσαν το σχολείο η Αγάπη δεν πέρασε πουθενά. Η Ελπίδα πέρασε παιδαγωγική στην Αθήνα αλλά δεν ήθελε να πάει χωρίς την αδερφή της. Η Αγάπη στο μεταξύ δεν ήθελε να πάει στην Αθήνα. Ονειρευόταν να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Διάβαζε για το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μαδρίτη και ήθελε να επισκεφτεί αυτές τις πόλεις.
Η Ελπίδα έμεινε στο χωριό αφού δε τολμούσε να πάει μόνη της στην Αθήνα για να σπουδάσει κάτι που αγαπούσε. Δε την ένοιαζε όμως γιατί είχε την αδερφή της και αυτό της έφτανε. Παρακολουθούσε κάποια μαθήματα ζωγραφικής και ότι έβλεπε το ζωγράφιζε. Είχε κάνει πολλά πορτρέτα την Αγάπη και το καθένα ήταν καλύτερο απ΄ το προηγούμενο. Η Αγάπη είχε αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή και φωτογράφιζε ότι έβλεπε.
Μια μέρα η Αγάπη θέλησε να φύγει μακριά από την οικογένεια της. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Η Ελπίδα ήταν δυστυχισμένη όταν το έμαθε αλλά δεν ήθελε να της χαλάσει τη χαρά να κάνει κάτι που ήθελε πολύ.
- Αγάπη να πας να εξερευνήσεις τον κόσμο αλλά ποτέ μη ξεχάσεις πως εδώ είναι το σπίτι σου. Όποτε θέλεις μπορείς να ξαναγυρίσεις.
- Ελπίδα, αδερφούλα μου να είσαι σίγουρη πως θα ξαναγυρίσω. Δεν θα μπορέσω πολύ να ζήσω χωρίς τη γλυκιά σου παρουσία.
Η Αγάπη έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση χωρίς να πει σε κανέναν που θα πήγαινε. Στεναχωριόταν και η ίδια που θα άφηνε την αδερφή της και τους γονείς της αλλά ήθελε να κυνηγήσει το όνειρο της. Είχε τόση σημασία γιΆ αυτή να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο και ήξερε πως έπρεπε να κάνει κάποιες θυσίες. Ταξίδεψε με λεωφορεία, τρένα, αεροπλάνα και καράβια. Όπου και να πήγαινε έβρισκε πάντα μια δουλειά και έδινε το καλύτερο της εαυτό. Οι άνθρωποι ήταν όλοι ευχαριστημένοι και έπιναν νερό στο όνομα της. Και η ίδια όμως περνούσε καλά και έκανε αυτό που ονειρευόταν από μικρή. Φωτογράφιζε ότι παράξενο έβλεπε και μάζευε αναμνήσεις και όμορφες στιγμές.
Γνώρισε αρκετούς ανθρώπους, έκανε πολλούς φίλους. Επισκέφτηκε τόπους μαγικούς που με το που τους αντίκριζε έμενε με το στόμα ανοιχτό από την τόση ομορφιά τους. διασκέδασε και ζούσε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει στο μικρό χωριό της.
Γνωρίζοντας καινούριους τόπους δεν καταλάβαινε πως περνούσαν τα χρόνια. Έλειπε από τον τόπο της ήδη 10 χρόνια και αισθανόταν πως έλειπε αιώνες. Κάθε μέρα λησμονούσε την αδερφή της αλλά έκανε υπομονή. Γέμιζε την καρδιά της και τα μάτια της όμορφες εικόνες για όταν βρεθούν να της τις περιέγραφε όσο καλύτερα μπορούσε. Φωτογράφιζε ότι έβλεπε και ότι της φαινόταν παράξενο αλλά συνάμα και όμορφο για να το δείξει στην Ελπίδα.
Όσο περνούσε ο καιρός της έλειπε ακόμα περισσότερο η Ελπίδα, οι γονείς της και το χωριό της. Ήθελε να αισθανθεί πως μπορούσε να ριζώσει κάπου. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ομορφότερο μέρος απ΄ το χωριό της. Ήξερε πως δε θα μπορούσε να μείνει πάντα σε αυτούς τους όμορφους τόπους αλλά τόσο αφιλόξενους για κάποια που δεν έχει τους ανθρώπους που αγαπούσε και την αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι.
Κάποιο πρωινό αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό της για να δει τους γονείς της και την αδερφή της. Τους είχε πεθυμήσει και ήλπιζε το ίδιο και αυτοί. Πήρε το αεροπλάνο για Αθήνα και με το τραίνο μετά από 2 ώρες βρισκόταν έξω απ΄ το χωριό της. Φτάνοντας στο σταθμό είδε πως πολλά είχαν αλλάξει. Ο εκσυγχρονισμός και η τεχνολογία είχε έρθει και στο χωριό της.
Βγαίνοντας απ΄ το σταθμό κατευθύνθηκε στο σπίτι της. Κοντοζυγώνοντας είδε στην αυλή την αδερφή της να είναι απορροφημένη στις σκέψεις της. Χωρίς να το σκεφτεί άφησε την βαλίτσα της και έτρεξε α την αγκαλιάσει.
Η Ελπίδα όταν την είδε χάρηκε τόσο πολύ που την πήραν τα κλάματα.
- Ελπίδα τι έπαθες γιατί κλαις; Έγινε κάτι κακό; Έπαθαν κάτι οι γονείς μας;
- Αγάπη όλοι είμαστε μια χαρά. Κλαίω γιατί τώρα συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου είχες λείψει. Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη που είναι δάκρυα χαράς.
- Μην κλαις γλυκιά μου. Τώρα είμαι εδώ και ποτέ δε θα ξαναφύγω απ΄ το χωριό μας. Όμορφες όλες οι πόλεις του κόσμου που είδα όλα αυτά τα χρόνια αλλά πουθενά δεν είναι πιο όμορφα απ΄ το χωριό μας. Έχω τόσα να σου πω γι' αυτούς τους τόπους.
Την πρώτη βραδιά δεν κοιμήθηκαν καθόλου. Η Αγάπη αφηγιόταν και η Ελπίδα άκουγε μαγεμένη τις ιστορίες που της έλεγε η αδερφή της. Χαιρόταν που είχε γνωρίσει τόσους τόπους έστω και μόνο από την αφήγηση της Αγάπης. Έβλεπε τις φωτογραφίες που τις είχε φέρει η αδερφή της και είχε μείνει εκστασιασμένη από τα όμορφα μέρη που είχε γνωρίσει. Ότι και να της έλεγε η Αγάπη της φαινόταν τόσο όμορφο και κρεμιόταν απ΄ τα λόγια της.
Την άλλη μέρα πήγανε μαζί μια βόλτα στην παραλία. Πήραν και τα σύνεργα της ζωγραφικής της Ελπίδας για να ζωγραφίσει για ακόμα μια φορά την αδερφή της. Η Αγάπη πήρε τη φωτογραφική της μηχανή να φωτογραφήσει όλα τα όμορφα που είχε ο τόπος τους.
Η Αγάπη κράτησε το λόγο της και δεν ξανάφυγε ποτέ απ΄ το χωριό της Λίγους μήνες μετά το γυρισμό της παντρεύτηκε και απόκτησε και ένα κοριτσάκι. Η Ελπίδα παντρεύτηκε και αυτή και απόκτησε και αυτή έναν αγοράκι. Αυτά τα κορίτσια δε χώρισαν ποτέ ξανά. Μείνανε μαζί και βοηθούσε η μια την άλλη.
Η Αγάπη και η Ελπίδα είχαν η μία την άλλη και αυτό μόνο τους έφτανε.

Το παιδί και το ψαράκι - Βασίλης Παπακωνσταντίνου