Η Αγάπη και η Ελπίδα


Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν σε ένα χωριό της Θεσσαλίας δύο κοριτσάκια με τους γονείς τους. τα ονόματα τους ήταν Αγάπη και Ελπίδα.
Η Αγάπη και η Ελπίδα ήταν πολύ αγαπημένες και οι γονείς τους χαιρόντουσαν. Καθημερινά βοηθούσε η μια την άλλη και ποτέ δε δυσανασχετούσαν για ότι και να τους έβαζε η μητέρα τους να κάνουν.Στο σχολείο ήταν αχώριστες σε σημείο που πολλές ήταν οι φορές που διαβάζανε μαζί παρόλο που είχαν δυο χρόνια διαφορά. Η Αγάπη σαν μεγαλύτερη βοηθούσε την Ελπίδα στα μαθήματα. Ήταν τόσο ίδιες αλλά και τόσο διαφορετικές. Η Αγάπη ήταν ανήσυχο πλάσμα. Της άρεσε να διαβάζει βιβλία και να ταξιδεύει μέσα απ΄ τους ήρωες. Να πολεμάει για τα πιστεύω της και να μη το βάζει ποτέ κάτω ότι και να της συνέβαινε. Η Ελπίδα ήταν πιο ήρεμος χαρακτήρας. Προτιμούσε να κάνει βόλτες στην παραλία, να ζωγραφίζει, να γράφει ποιήματα και να αγαπάει πολύ την αδερφή της.
Αυτές οι δύο κοπέλες μεγαλώνανε μαζί και παρόλο τις διαφορές τους ήταν πολύ δεμένες και αγαπούσε η μία την άλλη. Καμία από τις δυο δε μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της χωρίς την άλλη. Όταν τελείωσαν το σχολείο η Αγάπη δεν πέρασε πουθενά. Η Ελπίδα πέρασε παιδαγωγική στην Αθήνα αλλά δεν ήθελε να πάει χωρίς την αδερφή της. Η Αγάπη στο μεταξύ δεν ήθελε να πάει στην Αθήνα. Ονειρευόταν να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Διάβαζε για το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μαδρίτη και ήθελε να επισκεφτεί αυτές τις πόλεις.
Η Ελπίδα έμεινε στο χωριό αφού δε τολμούσε να πάει μόνη της στην Αθήνα για να σπουδάσει κάτι που αγαπούσε. Δε την ένοιαζε όμως γιατί είχε την αδερφή της και αυτό της έφτανε. Παρακολουθούσε κάποια μαθήματα ζωγραφικής και ότι έβλεπε το ζωγράφιζε. Είχε κάνει πολλά πορτρέτα την Αγάπη και το καθένα ήταν καλύτερο απ΄ το προηγούμενο. Η Αγάπη είχε αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή και φωτογράφιζε ότι έβλεπε.
Μια μέρα η Αγάπη θέλησε να φύγει μακριά από την οικογένεια της. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Η Ελπίδα ήταν δυστυχισμένη όταν το έμαθε αλλά δεν ήθελε να της χαλάσει τη χαρά να κάνει κάτι που ήθελε πολύ.
- Αγάπη να πας να εξερευνήσεις τον κόσμο αλλά ποτέ μη ξεχάσεις πως εδώ είναι το σπίτι σου. Όποτε θέλεις μπορείς να ξαναγυρίσεις.
- Ελπίδα, αδερφούλα μου να είσαι σίγουρη πως θα ξαναγυρίσω. Δεν θα μπορέσω πολύ να ζήσω χωρίς τη γλυκιά σου παρουσία.
Η Αγάπη έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση χωρίς να πει σε κανέναν που θα πήγαινε. Στεναχωριόταν και η ίδια που θα άφηνε την αδερφή της και τους γονείς της αλλά ήθελε να κυνηγήσει το όνειρο της. Είχε τόση σημασία γιΆ αυτή να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο και ήξερε πως έπρεπε να κάνει κάποιες θυσίες. Ταξίδεψε με λεωφορεία, τρένα, αεροπλάνα και καράβια. Όπου και να πήγαινε έβρισκε πάντα μια δουλειά και έδινε το καλύτερο της εαυτό. Οι άνθρωποι ήταν όλοι ευχαριστημένοι και έπιναν νερό στο όνομα της. Και η ίδια όμως περνούσε καλά και έκανε αυτό που ονειρευόταν από μικρή. Φωτογράφιζε ότι παράξενο έβλεπε και μάζευε αναμνήσεις και όμορφες στιγμές.
Γνώρισε αρκετούς ανθρώπους, έκανε πολλούς φίλους. Επισκέφτηκε τόπους μαγικούς που με το που τους αντίκριζε έμενε με το στόμα ανοιχτό από την τόση ομορφιά τους. διασκέδασε και ζούσε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει στο μικρό χωριό της.
Γνωρίζοντας καινούριους τόπους δεν καταλάβαινε πως περνούσαν τα χρόνια. Έλειπε από τον τόπο της ήδη 10 χρόνια και αισθανόταν πως έλειπε αιώνες. Κάθε μέρα λησμονούσε την αδερφή της αλλά έκανε υπομονή. Γέμιζε την καρδιά της και τα μάτια της όμορφες εικόνες για όταν βρεθούν να της τις περιέγραφε όσο καλύτερα μπορούσε. Φωτογράφιζε ότι έβλεπε και ότι της φαινόταν παράξενο αλλά συνάμα και όμορφο για να το δείξει στην Ελπίδα.
Όσο περνούσε ο καιρός της έλειπε ακόμα περισσότερο η Ελπίδα, οι γονείς της και το χωριό της. Ήθελε να αισθανθεί πως μπορούσε να ριζώσει κάπου. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ομορφότερο μέρος απ΄ το χωριό της. Ήξερε πως δε θα μπορούσε να μείνει πάντα σε αυτούς τους όμορφους τόπους αλλά τόσο αφιλόξενους για κάποια που δεν έχει τους ανθρώπους που αγαπούσε και την αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι.
Κάποιο πρωινό αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό της για να δει τους γονείς της και την αδερφή της. Τους είχε πεθυμήσει και ήλπιζε το ίδιο και αυτοί. Πήρε το αεροπλάνο για Αθήνα και με το τραίνο μετά από 2 ώρες βρισκόταν έξω απ΄ το χωριό της. Φτάνοντας στο σταθμό είδε πως πολλά είχαν αλλάξει. Ο εκσυγχρονισμός και η τεχνολογία είχε έρθει και στο χωριό της.
Βγαίνοντας απ΄ το σταθμό κατευθύνθηκε στο σπίτι της. Κοντοζυγώνοντας είδε στην αυλή την αδερφή της να είναι απορροφημένη στις σκέψεις της. Χωρίς να το σκεφτεί άφησε την βαλίτσα της και έτρεξε α την αγκαλιάσει.
Η Ελπίδα όταν την είδε χάρηκε τόσο πολύ που την πήραν τα κλάματα.
- Ελπίδα τι έπαθες γιατί κλαις; Έγινε κάτι κακό; Έπαθαν κάτι οι γονείς μας;
- Αγάπη όλοι είμαστε μια χαρά. Κλαίω γιατί τώρα συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου είχες λείψει. Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη που είναι δάκρυα χαράς.
- Μην κλαις γλυκιά μου. Τώρα είμαι εδώ και ποτέ δε θα ξαναφύγω απ΄ το χωριό μας. Όμορφες όλες οι πόλεις του κόσμου που είδα όλα αυτά τα χρόνια αλλά πουθενά δεν είναι πιο όμορφα απ΄ το χωριό μας. Έχω τόσα να σου πω γι' αυτούς τους τόπους.
Την πρώτη βραδιά δεν κοιμήθηκαν καθόλου. Η Αγάπη αφηγιόταν και η Ελπίδα άκουγε μαγεμένη τις ιστορίες που της έλεγε η αδερφή της. Χαιρόταν που είχε γνωρίσει τόσους τόπους έστω και μόνο από την αφήγηση της Αγάπης. Έβλεπε τις φωτογραφίες που τις είχε φέρει η αδερφή της και είχε μείνει εκστασιασμένη από τα όμορφα μέρη που είχε γνωρίσει. Ότι και να της έλεγε η Αγάπη της φαινόταν τόσο όμορφο και κρεμιόταν απ΄ τα λόγια της.
Την άλλη μέρα πήγανε μαζί μια βόλτα στην παραλία. Πήραν και τα σύνεργα της ζωγραφικής της Ελπίδας για να ζωγραφίσει για ακόμα μια φορά την αδερφή της. Η Αγάπη πήρε τη φωτογραφική της μηχανή να φωτογραφήσει όλα τα όμορφα που είχε ο τόπος τους.
Η Αγάπη κράτησε το λόγο της και δεν ξανάφυγε ποτέ απ΄ το χωριό της Λίγους μήνες μετά το γυρισμό της παντρεύτηκε και απόκτησε και ένα κοριτσάκι. Η Ελπίδα παντρεύτηκε και αυτή και απόκτησε και αυτή έναν αγοράκι. Αυτά τα κορίτσια δε χώρισαν ποτέ ξανά. Μείνανε μαζί και βοηθούσε η μια την άλλη.
Η Αγάπη και η Ελπίδα είχαν η μία την άλλη και αυτό μόνο τους έφτανε.

Δημοσίευση σχολίου